Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Κάπου Ανάμεσα, Κακό Πράγμα

Πάντα ήθελα να μένω μόνος, ακόμα και σε στιγμές που δεν θα έπρεπε. Μόνος στο θρανίο στο γραφείο, όταν ήθελα να συγκεντρωθώ. Μόνος στο σπίτι, όταν ήθελα να διαβάσω. Μόνος στο δωμάτιο για να δω την αγαπημένη μου σειρά. Μόνος στο τραπέζι όταν παράγγελνα το αγαπημένο μου delivery.

Αν με ρωτούσες, δεν το συνειδητοποιούσα. Αντίθετα, θα σου έλεγα πως είμαι η ψυχή της παρέας. Μετά από πολλά χρόνια φοιτητικής διαβίωσης, ξανάμεινα με τη μάνα μου. Όχι επειδή το θέλαμε, αλλά έτσι έτυχε να το φέρει η συγκυρία. Βόλευε. Και στα 24 ξανάμαθα να μοιράζομαι.

Στην αρχή δεν μου άρεσε. Ήταν που και όταν πήγαινα σχολείο, μέναμε σε μια μεζονέτα και είχαμε χωρίσει τους ορόφους. Σχεδόν δεν βλεπόμασταν, αν το θέλαμε. Κάτι τα ταξίδια, κάτι τα διαβάσματα, γενικά σολάραμε σε εκείνο το σπίτι. Στα 24 όμως δεν ήταν έτσι. Στα 24 είπαμε να κάνουμε παρέα. Να αράξουμε στο σαλόνι να δούμε ταινίες. Να μας πάρει ο ύπνος στους καναπέδες. Να φάμε παρέα ένα βράδυ στην Κηφισιά, έτσι απλά σουβλάκια. Να πάμε παρέα μέχρι το Λαγονήσι μια βόλτα με το αμάξι, έτσι για να πιούμε ένα καφεδάκι στη 1 τη νύχτα.

Να μη στα πολυλέω, η μάνα μου έμοιαζε κυρίως με την καλύτερη μου φίλη. Με την οποία συγκατοικούσα κιόλας. Μάνα μου είναι βέβαια και με εκνευρίζει, γιατί γιος της είμαι παναπόλα.
Τώρα, λόγω δουλειάς, μας χωρίζουν αρκετά χιλιόμετρα. Ξέμεινα σπίτι και παράγγειλα μακαρονάδα (που συνήθως δεν χαρίζω μπουκιά) και κάτι κοτοπουλάκια που κατάλαβα ότι μας αρέσουν. Και ξέρετε κάτι; Αυτά τα παρείστικα delivery δεν είναι για έναν. Όσο ωραίο κι αν είναι το φαγητό στα 27, είναι φτιαγμένο για δύο.

Και επειδή, με αυτά και με αυτά, όταν λείπει η συγκάτοικος, εγώ είμαι μόνος μου, τελικά μετάνιωσα που πήρα τη μερίδα μόνος μου. Ή μαζί ή μόνος. Το κάτι ανάμεσα δεν λέει. Ίσα ίσα που σε ενοχλεί.

Γι’ αυτό σας λέω, σε δυάδες να ζείτε. Μετράει.


Υ.Γ. Μου λείπεις μαμά. 

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Ωραίο πράγμα οι ιστορίες…

Aπό μικρός, θυμάμαι, μου άρεσε να στήνω τις δικές μου ιστορίες. Έπαιρνα ένα πραγματικό πρόσωπο ή περιστατικό και έστηνα γύρω του μια πλούσια πλοκή. Έτσι, κάθε φορά που έβλεπα έναν άνθρωπο είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ένα ολόκληρο κρυφό κόσμο να τον περιστοιχίζει.
Όλα ξεκίνησαν κάποια Χριστούγεννα, παραπάνω από 20 χρόνια πριν. Τότε, που ο θείος Αντωνάκης με έπαιρνε αγκαλιά, μου φούσκωνε το κόκκινο ελάφι μου και μου έλεγε να κάνω ησυχία, αφού οι γείτονες που έμεναν από κάτω θα ενοχληθούν – τι κι αν μέναμε σε μονοκατοικία. Εκεί στην αγκαλιά του έστησα τις πρώτες μου ιστορίες, να του τις λέω και εκείνος να χαμογελάει σαν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Κανείς ποτέ δεν με κοίταξε έτσι, με τόση καλοσύνη, με τόση περηφάνια. Γι’ αυτό και όταν έφυγε, πείσμωσα και άρχισα να γράφω αυτά που με ενέπνευσε.
Ξέρεις τι ωραίο πράγμα είναι οι ιστορίες; Δίνουν αρχή, μέση και τέλος στην πιο μικρή στιγμή της καθημερινότητάς σου. Αν το καλοσκεφτώ, κάθε πρόσωπο της ζωής μου κρύβει και μια μικρή ιστορία. Με μένα, για μένα, ίσως αληθινή, ίσως φτιαχτή. Γιατί, τι σημασία έχουν οι άνθρωποι, αν δεν γίνουν κομμάτι της ιστορίας σου; Όλοι μας μια ιστορία είμαστε.
Πόσες ιστορίες δεν έστησα μόνος μου; Και μάλιστα οι ωραιότερες ιστορίες είναι αυτές που έζησα και μόνος μου. Δεν είχα κανέναν να μου τις λερώσει, να μου τις γειώσει, να μου πει την αλήθεια ίσως. Οι ιστορίες μου έχουν αφορμή, πρόλογο, κορύφωση και αυλαία. Ακόμα και οι πιο σκοτεινές, τα έχουν όλα. Ακόμα και αυτές που θέλω να ξεχάσω, οι οδυνηρές, έχουν καταχωρηθεί μέσα μου ως ιστορίες διδακτικές για το μέλλον.
Όμως αυτές που λατρεύω είναι οι ιστορίες αγάπης. Εκεί δίνω πόνο. Θυμάμαι μικρούλης, κάθε βράδυ, έγραφα για μια ιστορία αγάπης. Σήμερα, έχουν περάσει 10 χρόνια και βάλε, μόνο που η ιστορία αυτή είναι τόσο λαμπερή στη ψυχή μου και όταν τη θυμάμαι χαμογελάω μόνο. Και δεν στο κρύβω πως ζω για να γράψω τη συνέχειά της. Και πες με ονειροπόλο, μα το ξέρω πως θα κάνω τα πάντα για να ολοκληρωθεί.
Πόσο περήφανος θα ήταν ο θείος Αντωνάκης για αυτό που έγινα… Ένας μικρός, σύγχρονος παραμυθάς. Θα έσκυβε, πανύψηλος και αντρίκιος καθώς ήταν, θα μου έδινε ένα φιλί και θα μου έλεγε «Bimbo, τα καταφέραμε!». Και είμαι σίγουρος πως από εκεί που είναι, αυτή τη στιγμή χαμογελάει. Γιατί οι αγκαλιές του με έκαναν καλύτερο – καλύτερο από τους άλλους, καλύτερο από καθένα που δεν εκτιμά τις ιστορίες.
Οι ιστορίες… Να τις αγαπάτε τις ιστορίες. Να τις λέτε στους φίλους σας. Ακόμα και πειραγμένες, αν θέλετε. Δεν πειράζει. Αρκεί όταν τις λέτε να μη χάνουν το νόημά τους. Ο κόσμος θυμάται τις ιστορίες, νομίζει πως έχει μάθει ένα κρυφό μυστικό και το διαλαλεί με ενοχική μανία. Και αν θέλουμε να δώσουμε αξία στη στιγμούλα, όλοι έχουμε μια ιστορία να διηγηθούμε για αυτή. Και αν φτάσει κάποια μέρα η στιγμή να γίνω εγώ ο Αντωνάκης, οι ιστορίες μου θα ‘ναι αυτές που θα θέλω ο ανηψιός μου να θυμάται από μένα.
Γιατί οι ιστορίες μου είμαι εγώ. Και εγώ είμαι γεμάτος από ιστορίες.

Κ.