Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Όσα θυμάμαι…



Όλα ξεκίνησαν μια νύχτα του 2004, όταν άκουσα για πρώτη φορά το τότε ολοκαίνουριο τραγούδι της Χαρούλας Αλεξίου «Πρώτη Φορά Συγνώμη». Πριν διαβάσεις το παρακάτω κείμενο σε παρακαλώ άκου το:



Τώρα που φτάνω 25 μπορεί να καταλαβαίνω πως το συγκεκριμένο τραγούδι είναι ακόμα ένα ερωτικό – ίσως – τραγούδι, αλλά εκείνο το βροχερό βράδυ στα 17 μου οι στίχοι πήραν άλλες ερμηνείες. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο δημιουργός όταν το έγραψε, αλλά ο καθένας έχεις τους δικούς του λόγους να πει «συγνώμη» στη ζωή του.

Σαν όλα τα παιδιά της ηλικίας μου, της «τάξης» μου και γενικά τα παιδιά που ζούσαν όπως εγώ ήξερα για αρκετά χρόνια έκανα όνειρα, είχα συμπεριφορές, που δεν συνειδητοποιούσα τι απαιτούσαν. Χρειάστηκε να περάσουν 7 – 8 χρόνια να καταλάβω τι είχε συμβεί από κάποια στιγμή και μετά.

«Και ξαφνικά είδα τον κόσμο να γυρίζει. Τι πάει να πει να έχεις τα χέρια σου αδειανά». Πολύ δεινή η απώλεια της αγάπης, της ενήλικης και ερωτικής, μα πιο δεινή για ένα παιδάκι η απώλεια της ασφάλειας, των βασικών υλικών αγαθών και της βεβαιότητας πως το μεσημέρι θα βρίσκεται η μαμά σου στη στάση να σε παραλάβει από το σχολικό.

Αρνούμαι, ακόμα και σήμερα, να συνειδητοποιήσω πόσο σθένος απαιτούσε η κατάσταση για τη μάνα μου, τότε το 1999 ή το 2000, να μου πει «καλημέρα» φεύγοντας για το σχολείο, ενώ ήξερε πως υπήρχε μια μικρή πιθανότητα (ή και μεγάλη, θα σας γελάω ποτέ μου δεν κατάλαβω) να μην μπορέσει να βρίσκεται εκεί το μεσημέρι.

Και όταν το πρώτο χτύπημα πέρασε, ήρθαν τα πιο δύσκολα. «Και ξαφνικά είδα η ζωή να με χωρίζει από ό,τι νόμιζα πως ζει παντοτινά». Έτσι είναι. Ο κόσμος που είχα χτίσει τη ζωή μου μέχρι τότε έπαψε να υφίσταται. Κάποιες ερείπια εκείνης της άλλης πραγματικότητας, πριν από όλα αυτά, υπάρχουν ακόμα και σήμερα για να περνάς απ’ έξω και να θυμάσαι με πόνο πώς πέρασες και από εκεί.

Και εκεί έρχεται ο παράγοντας «άλλοι». Εκεί κατάλαβα πως δεν υπάρχουν άλλοι, μόνο εμείς οι δυο. Πως όταν ήμουν 11 ή 12 ή 15 ή 17 δεν θα ήταν κανένας άλλος δίπλα μου, μόνο εκείνη. Να μου δίνει δύναμη, από αυτήν που δεν είχε. Να μου δίνει στήριγμα, ενώ η ίδια χρειαζόταν. Για να με φτάσει στο σήμερα.

Το σήμερα… Τόσο διαφορετικό. Μια πραγματικότητα, κατόρθωμα. Αυτό το κείμενο δεν είναι από τις ευχάριστες βραδιές μου. Ακουμπάω μαχαίρι σε πληγές που δεν έκλεισαν ποτέ, αν και έχουν περάσει 12 με 13 χρόνια.

Και ερχόμαστε ξανά στο ποιοι είμαστε. Εγώ κι αυτή. Να πρέπει κάθε πρωί να μου λέει «καλημέρα» για να πάω στη δουλειά πλέον, αυτή που η ίδια μου έδωσε το δικαίωμα να καταφέρω να κάνω, βλέποντας, όμως, στο βλέμμα της αυτά που συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια.

Και κάθε φορά που φεύγω λίγο μακριά να συνειδητοποιώ πως διαβαίνω το κατώφλι μιας επόμενης πραγματικότητας. Λίγο πριν αλλάξει η σελίδα, προσπαθώ να βάλω σε τάξη όσα θυμάμαι.

Μα το σημαντικότερο που θυμάμαι είναι το τραγούδι που αφιέρωσα στη μάνα μου, όταν ήμουν 8 χρονών και ήρθαν τα πρώτα, τα light, δύσκολα. Και όταν πριν λίγες ημέρες το άκουσα ξανά, εν έτει 2012, κατάλαβα πως «τι κι αν γεμίσαμε πληγές, βγήκαμε πάλι νικητές. Γι’ αυτό να μη φοβάσαι πια». Και ας έρθουν αλλά 20 δύσκολα χρόνια. Τους δράκους δεν τους φοβάμαι πια.